- δυσείμων
- δυσείμων, -ον (Α)κακοντυμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσείμων — ill clad masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσείμονα — δυσείμων ill clad neut nom/voc/acc pl δυσείμων ill clad masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσείμονες — δυσείμων ill clad masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek